- σκεδαστικός
- -ή, -ό / σκεδαστικός, -ή, -όν, ΝΑο ικανός, ο επιτήδειος στό να διασκορπίζει («δάφνη... σκεδαστικὴ φασμάτων ἐστί», Ιω.Λυδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεδασ- τού αορ. ἐ-σκέδασ-α τού σκεδάννυμι + κατάλ. -τικός (πρβλ. ονομασ-τικός)].
Dictionary of Greek. 2013.